- πνιγώδης
- πνιγώδηςchokingmasc/fem acc pl (attic epic doric)πνιγώδηςchokingmasc/fem nom/voc pl (doric aeolic)πνιγώδηςchokingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πνιγώδης — ῶδες, Α [πνίγος] 1.αυτός που πνίγει 2. (για χώρο) αποπνικτικός («τὸ σῶμα κείμενον ἐν τόποις θερμοῑς καὶ πνιγώδεσιν», Ιπποκρ.) 3. (για αναπνευστική οδό) πνιγμένος, φραγμένος («πνιγώδης φάρυγξ», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek
πνιγώδει — πνιγώδης choking masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) πνιγώδης choking masc/fem/neut dat sg πνιγώδεϊ , πνιγώδης choking dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνιγώδη — πνιγώδης choking neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πνιγώδης choking masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πνιγώδης choking masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνιγῶδες — πνιγώδης choking masc/fem voc sg πνιγώδης choking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνιγώδεα — πνιγώδης choking neut nom/voc/acc pl (epic ionic) πνιγώδης choking masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνιγώδεις — πνιγώδης choking masc/fem acc pl πνιγώδης choking masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνιγωδέστερος — πνιγώδης choking masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνιγωδῶς — πνιγώδης choking adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνιγώδεσι — πνιγώδης choking masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνιγώδεσιν — πνιγώδης choking masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)